ὑδραγωγός

ὑδραγωγός
ὑδρᾰγωγ-ός, όν,
A bringing water,

σείριος Plu.2.365f

;

ὑ. ἐν συνόδῳ ἡ σελήνη Porph.

ap. Eus.PE3.12: ὑ. φάρμακα purgatives producing watery motions, Gal.11.325.
II Subst. ὑ., , water-carrier, Artem.4.74, JHS24.195 (Greek text of Edict.Diocl.7.31, where aquarius).
2 maker or manager of aqueducts, Plu.2.914b; digger of a channel, Man.1.84.
b aqueduct or irrigation channel, with or without irrigation-machinery, LXX4 Ki.18.17, Si.24.30, PCair.Zen.268.36 (iii B. C.), PMich.Zen.45.23 (iii B. C.), PTeb.50.8, al. (ii B. C.), Wilcken Chr.461.21 (iii A. D.), etc.; ὑ. δαψιλής a copious watercourse, 1Enoch28.3.
3 one who drinks much water, dropsical person, Hp.Epid.7.122.
4 a plant, = νυμφαία, Apul.Herb.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑδραγωγός — bringing water masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγός — ο αυλάκι ή σωλήνας που διοχετεύει το νερό, υδαταγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδραγωγόν — ὑδραγωγός bringing water masc/fem acc sg ὑδραγωγός bringing water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγοί — ὑδραγωγός bringing water masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγούς — ὑδραγωγός bringing water masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγά — ὑδραγωγός bringing water neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγῷ — ὑδραγωγός bringing water masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • водоважда — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ὑδραγωγός) водопровод, труба для протока воды. … …   Словарь церковнославянского языка

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”